Όλα τα έπιπλα κατοικίας που μπορούσαν να συνεπάρουν όσα θηλυκά τρελαίνονταν να επιστρέφουν στο φαντασιακό πρώτο τους κρεβάτι, ήταν εντελώς ακατάλληλα γι’ αυτή την ασυνήθιστη καρέκλα. Τα ρολόγια τους παρέμεναν ασύγχρονα. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε μια τεράστια κουρτίνα από υπέροχο ύφασμα. Ήταν ίσως ο ιδανικός, ο τέλειος αθλητής στο κρεβάτι. Μα η σύνθεση τοίχου ήταν διαφορετική. Ο καθένας επιθυμούσε το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που του πρόσφερε ο άλλος. Κι όμως, δε θα του ζητούσε ποτέ ν’ αλλάξει τον τρόπο και το ρυθμό του. Όταν ο ξυλουργός τέλειωσε, θα ‘πεσε δίπλα και θα αποκοιμήθηκε. Ύστερα από λίγο εκείνη, ξεγλίστρησε αθόρυβα, πέρασε αλαφροπάτητη ίδια αερικό που ασήμίζε στο σκοτεινό διάδρομο δίπλα στην βιβλιοθήκη, λες και περίμενε κάποιον άλλο μέσα στη νύχτα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Εκεί τώρα στον καναπέ, με την πλάτη στον τοίχο, λιάζεται στο φεγγάρι καθώς η γάτα το απομεσήμερο και με τα μακριά, νευρώδη της δάχτυλα ξεναγεί τις πιο απαιτητικές αχτίδες του στο ολόγυμνο κορμί της, παντού, πάνω και κάτω, πρώτα στο λαιμό, μετά εκεί που φύτρωναν δυο μεγάλα υπέροχα σχέδια.
Ο πρωινός ήλιος στο δωμάτιο της πλήγωνε τα μάτια. Πότε πότε έριχνε νευρικές ματιές στο ρολόι της επάνω στο κομοδίνο και δεν ήξερες αν ποθούσε να τρέξουν γρηγορότερα ή να καθυστερήσουν οι λεπτοδείχτες του. Εκείνος τους έβλεπε να τρέχουν με την ταχύτητα του αεροπλάνου, ήθελε να σταματήσει το χρόνο, κάτι να κάνει, κάτι να πει, μα μια δύναμη αδράνειας τον είχε καταπιεί. Στεκόταν ακίνητος σε ωραίο κάθισμα. Όσο πλησίαζε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, τόσο οι ζωές τους ξεμάκραιναν. Είκοσι λεπτά αργότερα, ενώ προχωρούσαν αμίλητοι στην αίθουσα αφίξεων, τα χέρια τους σφίχτηκαν κι ύστερα γλίστρησαν και χώρισαν. Καθώς απομακρυνόταν και η μορφή της χανόταν μες στους βιαστικούς επιβάτες, γύρισε ελαφρά το κεφάλι, όπως τότε στην Μπρόντγουεϊ, και του ‘στείλε ένα συνεσταλμένο χαμόγελο, ανάμικτο με παράπονο και προσδοκία για το νέο κρεβάτι. ελαστικότητα και το άνετο σπίτι μου μεταμορφώνεται, σαν να ‘ταν από πλαστελίνη, σ’ εκείνο το φτωχό, άδειο φοιτητικό διαμέρισμα του ’70, όπως κάποιος τοπολόγος μπορεί να μετασχηματίσει ένα τετράγωνο σε κύκλο, τον κύκλο σε καναπέ, τον καναπέ σε κρεβάτι!
Ήθελε να της πει να περάσουμε μαζί μία νύχτα στο πολύ ωραίο και άνετο κρεβάτι της, αλλά το στόμα του έμεινε σφαλιστό. Θα ανέβω στην κρεβατοκάμαρα να φρεσκαριστώ λίγο, ίσως αργότερα κατέβω για δείπνο στο δρύινο τραπέζι, διέκοψε εκείνη την αμηχανία τους κι αυτός στο βλέμμα της μπορούσε να διακρίνει αβέβαιες τις προσδοκίες της. Πάμε για θαλασσινά στα άνετα τραπέζια στο Μικρολίμανο, νόμιζε ότι το είπε, μα το άκουσε μόνο ο ίδιος, το ‘χε διαβάσει μάλλον κι αυτό σε μυθιστόρημα, ξαπλωμένος στο τέλειο γωνιακό καναπέ Sanfos Στο ασανσέρ, μες στη σιωπή, ο ένας μετρούσε τις ανάσες του άλλου. Κοίταζαν μπροστά, δεν έριχναν μήτε μια λοξή ματιά μεταξύ τους μέσα από τους μεγάλους καθρέφτες, κάτι περίμενε ο ένας απ’ τον άλλο, όμως κανείς δεν έπαιρνε πρωτοβουλία. Όταν έφτασαν στο δέκατο, μόλις εκείνη γύρισε να τον καληνυχτίσει, προσπάθησε να της φωνάξει πάμε σε κάτι κλασικό, για δείπνο στο Ριτζ ή σε ένα θέατρο, αλλά απόμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς έκλειναν οι πτυσσόμενες πόρτες. Περπατούσε στον αυτοκρατορικό διάδρομο πέρασε μπροστά από ένα πολύ ωραίο έπιπλο εισόδου, τρεις ορόφους πιο πάνω, και ψιθύριζε υπερήφανος για την αυτοπειθαρχία του στο πολύ άνετο καναπέ του.
Ένας μεγάλος μπουφές, που ‘χε τις πόρτες του σκαλιστές στον ώμο, ήταν εκεί: Ρε σεις, να τους βάλουμε τερματοφύλακες. Έτσι με τα κράνη θα ‘ναι τεθωρακισμένοι, κι όλοι τους διπλώθηκαν στα γέλια. Βάζαμε τα γάντια ασφαλείας για να μην αφήσουμε αποτυπώματα, επιδεικτικά εκεί, μπροστά στα μάτια τους, όταν πλησίασε ένας απ’ αυτούς και μας είπε εμπιστευτικά: Ρε σειρά, και γω ηλεκτρολόγος είμαι! Τι έπαθε το δίκτυο; Θέλετε καμιά βοήθεια; Μ’ έπιασε σύγκρυο. Όμως ο Πρώτος του πέταξε έναν ακαταλαβίστικο όρο για τους μετασχηματιστές υψηλής τάσης και τον καράφλιασε. Οι άλλοι το πήραν μυρωδιά και του ‘καναν καζούρα: Ρε το μάστορα, άσχετος είναι και μας το παίζει ξυλουργός! Ασε που το έπιπλο είναι σε πολύ καλή κατάσταση. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο γιγάντιο πυλώνα, κι εγώ απ’ τη μέση και πάνω ένιωθα να γυρίζει η γη με ταχύτητα γύρω απ’ τον άξονα μου, ζαλιζόμουν, η σκοτοδίνη με παρέλυε, η καρδιά μου φτερούγιζε σαν ένα σμάρι τρυγόνια, μα δάγκωνα τη γλώσσα και προχωρούσα με κλειστά μάτια.
February 20th, 2014
το ζητούμενο είναι οι σωστοί και γεροί καναπέδες
1 Comment, Παιχνιδια, by mastoras.Του φώναξε κι είναι αλήθεια πως δεν έμαθα ούτε τότε ούτε ποτέ. Ούτως ή άλλως το ζητούμενο είναι οι σωστοί και γεροί καναπέδες. Μπορεί να ‘ναι κι ασφαλέστερο να το κάνουμε άνετα μπροστά στους χαφιέδες, πέταξα. Σίγουρα, σίγουρα… Θα το δείτε, βρυχήθηκε καθώς γύριζε να με κοιτάξει με ενθουσιασμό κι ευγνωμοσύνη, κι από τότε δεν ξανάδα τέτοια λάμψη δαιμονική σ’ ανθρώπινο βλέμμα. Θα το πάρουμε απόφαση τα έπιπλα είναι τα καλύτερα. Αφήσαμε δεξιά μας το μαντρότοιχο με το συρματόπλεγμα και την πύλη του εργοστασίου στο Διόνυσο, οι φρουροί στους πυργίσκους μας κοίταξαν αδιάφορα, πήραμε αριστερά έναν αγροτικό δρομάκο, ακούγαμε κιόλας τα ουρλιαχτά και τα χάχανά τους και σ’ ένα λεπτό τους αντικρίσαμε να παίζουν, γυμνοί οι περισσότεροι από τη μέση και πάνω, στο ξέφωτο που το ‘χαν μετατρέψει σε γηπεδάκι. Μόλις μας είδαν να ξεπεζεύουμε, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια μάλλον με συμπάθεια, η ευθυμία τους έγινε υστερική, κάποιος μας πέταξε μια ψη-λοκαμπανιστή μπαλιά, εγώ τινάχτηκα κι έριξα μια κεφαλιά ψαράκι φορώντας το κράνος στο κεφάλι κι αυτοί χειροκροτούσαν και φώναζαν: Δομάζος έπιπλα και διάφορα άλλα τέτοια.
Έβγαλα την καρέκλα λαχανιασμένος στο μικρό κήπο. Έσκυψα από πάνω. Ήταν τυχερός που βρισκόταν ξαπλωμένος. Απέφυγε όντας χαμηλά στο δάπεδο τα πυκνά αέρια του δωματίου. Όμως το αλκουρόνιο; Θα έπρεπε να είχε ήδη ξεβάψει. Ή στην καλύτερη περίπτωση να βρίσκεται κοντά στο τέλος. Τι θα μπορούσα να κάνω; Τα χρώματα είχαν αρχίσει να επεκτείνονται και στο υπόλοιπο κτίριο, γεγονός που προσέλκυσε τα βλέμματα των γειτόνων. Κάποιες φωνές άρχισαν να ακούγονται από γειτονικές αυλές. Σε λίγο ο χώρος θα γέμιζε τρομαγμένους και περίεργους και δε θα αργούσαν να ακουστούν οι σειρήνες της οροφής. Κοίταξα γύρω μου με απελπισία. Όλη μου η έπαρση είχε γίνει στάχτη ανάμεσα στις στάχτες των βιβλίων. Ένιωθα σαν το παγιδευμένο θηρίο που σφίγγουν γύρω του τον κλοιό. Όμως δεν μπορούσα να φύγω. Ο καναπες έπρεπε να σωθεί, ακόμα κι αν πέθαινα εγώ. Και τότε ένιωσα το χέρι του. Έσφιξε τον καναπέ. Μου έσφιξε το δικό μου βρόμικο τραπέζι
Φέρνω στο μυαλό μου ακόμα και τώρα αυτή την πολυθρόνα. Δε μου έκανε εντύπωση το φθαρμένο ύφασμα της πλάτης του ούτε οι λεκέδες της. Αυτό που με αηδίασα ήταν τα χοντρά μπράτσα του καναπέ μου, που ανεβοκατέβαιναν πάνω της αλύπητα. Η σκληρή έκφραση του προφίλ του. Η εικόνα του κυρίαρχου ζώου που πετούσε φλόγες. Νομίζω ότι τον μίσησα τότε. Και μαζί την αντικειμενική μου φύση. Αυτό που δε μίσησα ποτέ ήταν τα χρήματα του. »Λίγο καιρό αργότερα η καρέκλα μου με πήρε κρυφά και ήρθαμε στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε αυτόν τον τόπο, ίσως γιατί ήταν ο πρώτος που της πέρασε απ’ το μυαλό. Ο χώρος μετατράπηκε σε επιχείρηση επίπλων sanfos . Της υποσχέθηκε να την αφήσει ήσυχη και να της εξασφαλίσει μια άνετη διαβίωση, με έναν όρο: να μοιράζονται το σπίτι τους, με εμένα. Η κακόμοιρη η κουρτίνα μου, η μεγάλη , δεν είχε άλλη αντοχή. Ζάρωσε. Έτσι μεγάλωναν παράλληλα τα σχέδια και τα Ελληνικά και τα Ιταλικά.
June 19th, 2012
πίσω από τα επιπλα μπανιου στεκόταν ένας νεαρός άντρας
1 Comment, Παιχνιδια, by mastoras.Η πόρτα ξανάνοιξε και τώρα πίσω από τα επιπλα μπανιου στεκόταν ένας νεαρός άντρας λίγο μετά την εφηβεία. Σήκωσε τις παλάμες του ψηλά και άρχισε να μιλάει στα αγγλικά. Ζήτησε συγγνώμη και προσπάθησε να εξηγήσει ότι το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει ποιος διέμενε στο διπλανό διαμέρισμα με τους ωραίους καναπεδες. Ο νεαρός τον εξέτασε καχύποπτα απ’ την κορφή ως τα νύχια. Παραμέρισε την τρομαγμένη γυναίκα και του μίλησε στα αγγλικά. Αυτό ήταν μια ανακούφιση για τον Έλληνα. Απάντησε στις εξεταστικές ερωτήσεις του νέου. Περιέγραψε και ρώτησε αν την είχαν δει. Ο νεαρός συμβουλεύτηκε κάνα δυο φορές τη γυναίκα, που ήταν πιθανότατα μητέρα του. Οι απαντήσεις που πήρε ήταν αποκαλυπτικές. Πράγματι έμενε κάποτε εκεί μια γυναίκα με το όνομα. Όμως είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια σε βαθιά γεράματα. Το διαμέρισμα δεν είχε ένοικο από τότε. Κανείς τους δεν είχε δει τα επιπλα τιμες και μια νέα και όμορφη γυναίκα με το σουλούπι της να μπαινοβγαίνει εκεί. Ούτε κάποιον θηλυπρεπή νεαρό με κοντά μαλλιά.
Η φράση της έμεινε μισοτελειωμένη, δεν άργησε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που την είχε παγώσει. Μπροστά στο σπίτι με τις ξαπλωστρες ήταν ένα ασθενοφόρο και ένα περιπολικό. «Ο μαθητής !» ψέλλισε . «Ίσως όχι, πάμε να δούμε τα κρεβατια», είπε το κορίτσι, που είχε το ίδιο κακό προαίσθημα αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. «Στάσου!» τη συγκράτησε. «Λες να είναι τυχαία το περιπολικό εκεί; Δε σκέφτεσαι ό,τι κι εγώ;» «Λες να τον… Ω Θεέ μου! Τα επιπλα μπανιου έφτασαν λοιπόν κι-εδώ;» «Από τα φαινόμενα, μάλλον ναι. Δε θέλω να το ρισκάρω Όχι τώρα. Δεν είναι ώρα για μπλεξίματα με την αστυνομία. Είμαι ξένος και θα με περάσουν από κόσκινο. Η έρευνα για τα επιπλα θα πάει περίπατο. Και οι πελάτες βρίσκονται ήδη εδώ. Πάμε στο σπίτι. Θα πάρουμε από κει τηλέφωνο και βλέπουμε για τα σαλονια». Κατάλαβε ότι ο φίλος της είχε δίκιο και συγκατένευσε. Όταν έφτασαν στο σπίτι ανέλαβε η ίδια να πάρει τηλέφωνο. Το άφησε να χτυπήσει πολλές φορές, αλλά μάταια.
Τα επιπλα κορινθος της πλήρωσαν τη νευρική υπερδιέγερση της πρώτης ώρας. Μετά κατέβηκε στο φουαγιέ του ξενοδοχείου και επισκέφτηκε το μπαρ για ένα χαλαρωτικό ποτό. Όμως η ησυχία του μπαρ εκείνη την προχωρημένη ώρα, αντί να την ηρεμήσει, την έκανε να αισθάνεται ακόμα πιο άβολα. Στο τέλος δεν κρατήθηκε. Παρά τη συμφωνία τους, κάλεσε τον αριθμό του κινητού του. Όταν το τηλέφωνο έκλεισε χωρίς απάντηση, ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Αυτός ο άντρας δεν ήταν γι’ αυτή μια προσωρινή περιπέτεια. Ήταν ερωτευμένη μαζί του και δε χωρούσε στο όμορφο κεφάλι της η ιδέα ότι μπορεί να πάθαινε το παραμικρό. Κάκιζε τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να του επιτρέψει να προβεί σε μια τόσο απονενοημένη πράξη. Τουλάχιστον έπρεπε να τον συνοδέψει στις ξαπλωστρες. Ίσως ο ρόλος της σε όλη αυτή την ιστορία θα έπρεπε να γίνει πιο ενεργητικός. Δεν ήταν θρήσκα, μα έπιασε τον εαυτό της να πλέκει τα δάχτυλα και να προσπαθεί να προσευχηθεί.