το ζητούμενο είναι οι σωστοί και γεροί καναπέδες
Του φώναξε κι είναι αλήθεια πως δεν έμαθα ούτε τότε ούτε ποτέ. Ούτως ή άλλως το ζητούμενο είναι οι σωστοί και γεροί καναπέδες.
Μπορεί να ‘ναι κι ασφαλέστερο να το κάνουμε άνετα μπροστά στους χαφιέδες, πέταξα.
Σίγουρα, σίγουρα… Θα το δείτε, βρυχήθηκε καθώς γύριζε να με κοιτάξει με ενθουσιασμό κι ευγνωμοσύνη, κι από τότε δεν ξανάδα τέτοια λάμψη δαιμονική σ’ ανθρώπινο βλέμμα. Θα το πάρουμε απόφαση τα έπιπλα είναι τα καλύτερα.
Αφήσαμε δεξιά μας το μαντρότοιχο με το συρματόπλεγμα και την πύλη του εργοστασίου στο Διόνυσο, οι
φρουροί στους πυργίσκους μας κοίταξαν αδιάφορα, πήραμε αριστερά έναν αγροτικό δρομάκο, ακούγαμε κιόλας τα ουρλιαχτά και τα χάχανά τους και σ’ ένα λεπτό τους αντικρίσαμε να παίζουν, γυμνοί οι περισσότεροι από τη μέση και πάνω, στο ξέφωτο που το ‘χαν μετατρέψει σε γηπεδάκι. Μόλις μας είδαν να ξεπεζεύουμε, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια μάλλον με συμπάθεια, η ευθυμία τους έγινε υστερική, κάποιος μας πέταξε μια ψη-λοκαμπανιστή μπαλιά, εγώ τινάχτηκα κι έριξα μια κεφαλιά ψαράκι φορώντας το κράνος στο κεφάλι κι αυτοί χειροκροτούσαν και φώναζαν: Δομάζος έπιπλα και διάφορα άλλα τέτοια.