ματιές στο ρολόι της επάνω στο κομοδίνο

Ο πρωινός ή­λιος στο δωμάτιο της πλήγωνε τα μάτια. Πότε πότε έριχνε νευρικές ματιές στο ρολόι της επάνω στο κομοδίνο και δεν ήξερες αν ποθούσε να τρέ­ξουν γρηγορότερα ή να καθυστερήσουν οι λεπτοδείχτες του. Εκείνος τους έβλεπε να τρέχουν με την ταχύτητα του αεροπλάνου, ήθελε να σταματήσει το χρόνο, κάτι να κάνει, κάτι να πει, μα μια δύναμη αδράνειας τον εί­χε καταπιεί. Στεκόταν ακίνητος σε ωραίο κάθισμα.
Όσο πλησίαζε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ελ­ληνικού, τόσο οι ζωές τους ξεμάκραιναν. Είκοσι λεπτά αργότερα, ενώ προχωρούσαν αμίλητοι στην αίθουσα α­φίξεων, τα χέρια τους σφίχτηκαν κι ύστερα γλίστρησαν και χώρισαν. Καθώς απομακρυνόταν και η μορφή της χανόταν μες στους βιαστικούς επιβάτες, γύρισε ελαφρά το κεφάλι, όπως τότε στην Μπρόντγουεϊ, και του ‘στεί­λε ένα συνεσταλμένο χαμόγελο, ανάμικτο με παράπονο και προσδοκία για το νέο κρεβάτι.
ελαστικότητα και το άνετο σπίτι μου μεταμορφώνεται, σαν να ‘ταν από πλαστελίνη, σ’ εκείνο το φτωχό, άδειο φοιτητικό διαμέρισμα του ’70, όπως κάποιος τοπολόγος μπορεί να μετασχηματίσει ένα τετράγωνο σε κύκλο, τον κύκλο σε καναπέ, τον καναπέ σε κρεβάτι!