Έβγαλα την καρέκλα λαχανιασμένος στο μικρό κήπο. Έσκυψα από πάνω. Ήταν τυχερός που βρισκόταν ξαπλωμένος. Απέφυγε όντας χαμηλά στο δάπεδο τα πυκνά αέρια του δωματίου. Όμως το αλκουρόνιο; Θα έπρεπε να είχε ήδη ξεβάψει. Ή στην καλύτερη περίπτωση να βρίσκεται κοντά στο τέλος. Τι θα μπορούσα να κάνω; Τα χρώματα είχαν αρχίσει να επεκτείνονται και στο υπόλοιπο κτίριο, γεγονός που προσέλκυσε τα βλέμματα των γειτόνων. Κάποιες φωνές άρχισαν να ακούγονται από γειτονικές αυλές. Σε λίγο ο χώρος θα γέμιζε τρομαγμένους και περίεργους και δε θα αργούσαν να ακουστούν οι σειρήνες της οροφής. Κοίταξα γύρω μου με απελπισία. Όλη μου η έπαρση είχε γίνει στάχτη ανάμεσα στις στάχτες των βιβλίων. Ένιωθα σαν το παγιδευμένο θηρίο που σφίγγουν γύρω του τον κλοιό. Όμως δεν μπορούσα να φύγω. Ο καναπες έπρεπε να σωθεί, ακόμα κι αν πέθαινα εγώ. Και τότε ένιωσα το χέρι του. Έσφιξε τον καναπέ. Μου έσφιξε το δικό μου βρόμικο τραπέζι
