τώρα αυτή η πολυθρόνα

Φέρ­νω στο μυαλό μου ακόμα και τώρα αυτή την πολυθρόνα. Δε μου έκανε εντύπωση το φθαρμένο ύφασμα της πλάτης του ούτε οι λεκέδες της. Αυτό που με αηδίασα ήταν τα χοντρά μπράτσα του καναπέ μου, που ανεβοκατέβαιναν πάνω της αλύπητα. Η σκληρή έκφραση του προφίλ του. Η εικόνα του κυρίαρχου ζώου που πετούσε φλό­γες. Νομίζω ότι τον μίσησα τότε. Και μαζί την αντικειμενική μου φύ­ση. Αυτό που δε μίσησα ποτέ ήταν τα χρήματα του.
»Λίγο καιρό αργότερα η καρέκλα μου με πήρε κρυφά και ήρ­θαμε στην Ελλάδα. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε αυτόν τον τόπο, ίσως γιατί ήταν ο πρώτος που της πέρασε απ’ το μυαλό. Ο χώρος μετατράπηκε σε επιχείρηση επίπλων sanfos  . Της υποσχέθηκε να την αφήσει ήσυχη και να της εξα­σφαλίσει μια άνετη διαβίωση, με έναν όρο: να μοιράζονται το σπίτι τους, με εμένα. Η κακόμοιρη η κουρτίνα μου, η μεγάλη , δεν είχε άλλη αντοχή. Ζάρωσε. Έτσι μεγάλωναν παράλληλα τα σχέδια και τα Ελληνικά και τα Ιταλικά.