Ένας μεγάλος μπουφές

Ένας μεγάλος μπουφές, που ‘χε τις πόρτες του σκαλιστές στον ώμο, ήταν εκεί: Ρε σεις, να τους βάλουμε τερματοφύλακες. Έτσι με τα κράνη θα ‘ναι τεθωρακι­σμένοι, κι όλοι τους διπλώθηκαν στα γέλια. Βάζαμε τα γάντια ασφαλείας για να μην αφήσουμε αποτυπώ­ματα, επιδεικτικά εκεί, μπροστά στα μάτια τους, όταν πλησίασε ένας απ’ αυτούς και μας είπε εμπιστευτικά: Ρε σειρά, και γω ηλεκτρολόγος είμαι! Τι έπαθε το δίκτυο; Θέλετε καμιά βοήθεια; Μ’ έπιασε σύγκρυο. Όμως ο Πρώτος του πέταξε έναν ακαταλαβίστικο ό­ρο για τους μετασχηματιστές υψηλής τάσης και τον καράφλιασε. Οι άλλοι το πήραν μυρωδιά και του ‘καναν καζούρα: Ρε το μάστορα, άσχετος είναι και μας το παίζει ξυλουργός! Ασε που το έπιπλο είναι σε πολύ καλή κατάσταση.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο γιγάντιο πυλώνα, κι εγώ απ’ τη μέση και πάνω ένιωθα να γυρίζει η γη με ταχύτητα γύρω απ’ τον άξονα μου, ζαλιζόμουν, η σκοτοδίνη με παρέλυε, η καρδιά μου φτερούγιζε σαν ένα σμάρι τρυγόνια, μα δάγκωνα τη γλώσσα και προχω­ρούσα με κλειστά μάτια.