Archives 2014

Ένας μεγάλος μπουφές

Ένας μεγάλος μπουφές, που ‘χε τις πόρτες του σκαλιστές στον ώμο, ήταν εκεί: Ρε σεις, να τους βάλουμε τερματοφύλακες. Έτσι με τα κράνη θα ‘ναι τεθωρακι­σμένοι, κι όλοι τους διπλώθηκαν στα γέλια. Βάζαμε τα γάντια ασφαλείας για να μην αφήσουμε αποτυπώ­ματα, επιδεικτικά εκεί, μπροστά στα μάτια τους, όταν πλησίασε ένας απ’ αυτούς και μας είπε εμπιστευτικά: Ρε σειρά, και γω ηλεκτρολόγος είμαι! Τι έπαθε το δίκτυο; Θέλετε καμιά βοήθεια; Μ’ έπιασε σύγκρυο. Όμως ο Πρώτος του πέταξε έναν ακαταλαβίστικο ό­ρο για τους μετασχηματιστές υψηλής τάσης και τον καράφλιασε. Οι άλλοι το πήραν μυρωδιά και του ‘καναν καζούρα: Ρε το μάστορα, άσχετος είναι και μας το παίζει ξυλουργός! Ασε που το έπιπλο είναι σε πολύ καλή κατάσταση.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο γιγάντιο πυλώνα, κι εγώ απ’ τη μέση και πάνω ένιωθα να γυρίζει η γη με ταχύτητα γύρω απ’ τον άξονα μου, ζαλιζόμουν, η σκοτοδίνη με παρέλυε, η καρδιά μου φτερούγιζε σαν ένα σμάρι τρυγόνια, μα δάγκωνα τη γλώσσα και προχω­ρούσα με κλειστά μάτια.

το ζητούμενο είναι οι σωστοί και γεροί καναπέδες

Του φώναξε κι είναι αλήθεια πως δεν έμαθα ούτε τότε ούτε ποτέ. Ούτως ή άλλως το ζητούμενο είναι οι σωστοί και γεροί καναπέδες.
Μπορεί να ‘ναι κι ασφαλέστερο να το κάνουμε ά­νετα μπροστά στους χαφιέδες, πέταξα.
Σίγουρα, σίγουρα… Θα το δείτε, βρυχήθηκε κα­θώς γύριζε να με κοιτάξει με ενθουσιασμό κι ευγνωμο­σύνη, κι από τότε δεν ξανάδα τέτοια λάμψη δαιμονική σ’ ανθρώπινο βλέμμα. Θα το πάρουμε απόφαση τα έπιπλα είναι τα καλύτερα.
Αφήσαμε δεξιά μας το μαντρότοιχο με το συρματό­πλεγμα και την πύλη του εργοστασίου στο Διόνυσο, οι
φρουροί στους πυργίσκους μας κοίταξαν αδιάφορα, πή­ραμε αριστερά έναν αγροτικό δρομάκο, ακούγαμε κιό­λας τα ουρλιαχτά και τα χάχανά τους και σ’ ένα λεπτό τους αντικρίσαμε να παίζουν, γυμνοί οι περισσότεροι α­πό τη μέση και πάνω, στο ξέφωτο που το ‘χαν μετα­τρέψει σε γηπεδάκι. Μόλις μας είδαν να ξεπεζεύουμε, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια μάλλον με συμπάθεια, η ευ­θυμία τους έγινε υστερική, κάποιος μας πέταξε μια ψη-λοκαμπανιστή μπαλιά, εγώ τινάχτηκα κι έριξα μια κε­φαλιά ψαράκι φορώντας το κράνος στο κεφάλι κι αυτοί χειροκροτούσαν και φώναζαν: Δομάζος έπιπλα και διάφορα άλλα τέτοια.