πίσω από τα επιπλα μπανιου στεκόταν ένας νεαρός ά­ντρας

Η πόρτα ξα­νάνοιξε και τώρα πίσω από  τα επιπλα μπανιου στεκόταν ένας νεαρός ά­ντρας λίγο μετά την εφηβεία. Σήκωσε τις παλάμες του ψηλά και άρχισε να μιλάει στα αγγλικά. Ζήτησε συγγνώμη και προσπάθησε να εξηγήσει ότι το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει ποιος διέμενε στο διπλανό διαμέρισμα με τους ωραίους καναπεδες. Ο νεαρός τον εξέτασε κα­χύποπτα απ’ την κορφή ως τα νύχια. Παραμέρισε την τρομαγμένη γυναίκα και του μίλησε στα αγγλικά. Αυτό ήταν μια ανακούφιση για τον Έλληνα. Απάντησε στις εξεταστικές ερωτήσεις του νέου. Περιέγραψε  και ρώτησε αν την είχαν δει. Ο νεαρός συμβουλεύτηκε κάνα δυο φορές τη γυναίκα, που ήταν πιθανότα­τα μητέρα του. Οι απαντήσεις που πήρε  ήταν αποκα­λυπτικές. Πράγματι έμενε κάποτε εκεί μια γυναίκα με το όνομα. Όμως είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια σε βαθιά γεράματα. Το διαμέρισμα δεν είχε ένοικο από τότε. Κανείς τους δεν είχε δει τα επιπλα τιμες και μια νέα και όμορφη γυναίκα με το σουλούπι της  να μπαινοβγαίνει εκεί. Ούτε κάποιον θηλυπρεπή νεαρό με κοντά μαλλιά.